τσαρδάκι

τσαρδάκι
το, Ν
1. καλύβα κατασκευασμένη από κλαδιά δέντρων
2. (γενικά) πρόχειρο υπόστεγο
3. στεγασμένος εξώστης αγροτικού σπιτιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cardak].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τσαρδάκι — το (λ. τουρκ.) 1. καλύβα ή σκιά από κλαδιά. 2. πρόχειρη κατοικία, καταφύγιο, παράπηγμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσαρδάκα — η, Ν το τσαρδάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσαρδάκι + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. καλύβ α)] …   Dictionary of Greek

  • τσαρδί — το, Ν 1. τσαρδάκι 2. (παλ. τ.) στρατόπεδο, κατασκήνωση 3. φρ. «στήνω τσαρδί» στρατοπεδεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματ. από το ουσ. τσαρδάκι το οποίο θεωρήθηκε υποκοριστικό (πρβλ. πασούμι < πασουμάκι)] …   Dictionary of Greek

  • Кастория — Город Кастория Καστοριά Страна ГрецияГреция …   Википедия

  • πασούμι — το 1. (στο παρελθόν) είδος γυναικείου υποδήματος 2. γυναικεία παντόφλα με τακούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. σχηματισμένος από τον τ. πασουμάκι, που νομίστηκε υποκοριστικό (πρβλ. τσαρδάκι > τσαρδί)] …   Dictionary of Greek

  • cerdac — CERDÁC, cerdace, s.n. 1. Mic pridvor, uneori închis cu geamlâc, situat pe una sau pe mai multe laturi ale unei clădiri; galerie deschisă, mărginită de stâlpi (la vechile case boiereşti sau la mănăstiri); verandă, pridvor. ♦ (impr.) Balcon. 2.… …   Dicționar Român

  • τσαρδί — το τσαρδάκι (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”